- αγκούλα
- η1. η αγκλίτσα*2. ραβδί κυρτωμένο στο επάνω άκρο, κατάλληλο για τη συγκομιδή τών καρπών από τα ψηλά κλαδιά τών οπωροφόρων δέντρων3. κάθε είδος ράβδου, μαγκούρα, μπαστούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγκύλη. Για την κατάλ. πρβλ. δάφνη - δάφνα].
Dictionary of Greek. 2013.